- μυελομηνιγγοκήλη
- ηιατρ. ανοιχτή μορφή δισχιδούς ράχεως, διαμαρτίας διάπλασης που χαρακτηρίζεται από τοπικά περιορισμένη ανωμαλία στην ανάπτυξη τής σπονδυλική στήλης, κατά την οποία ο σάκος τών μηνίγγων περιέχει και μια ποσότητα νευρικού ιστού και η διαμαρτία συνδυάζεται συχνά με παραπληγία ή δυσλειτουργία τών σφιγκτήρων τού ορθού και τής ουρήθρας, αλλ. μηνιγγομυελοκήλη.
Dictionary of Greek. 2013.